Του Mike Davis
Δεν μπορείς να διαπράξεις εγκλήματα, αν ξέρεις ότι σε παρακολουθεί ο Μεγάλος Αδελφός.
Ιδιοκτήτης ακινήτου στο Hollywood (1994)
Υπάρχει μήπως ανάγκη να εξηγήσω γιατί ο φόβος τρώει την ψυχή του Λος Άντζελες; Μονάχα ο τρόμος της μεσαίας τάξης για ένα προοδευτικό φορολογικό καθεστώς ξεπερνά τη σύγχρονη ψύχωση για προσωπική ασφάλεια και κοινωνική απομόνωση. Ενόψει ενός κατακλυσμιαίου κύματος ανέργων και αστέγων και παρά την εξάπλωση της πόλης, μία από τις μεγαλύτερες στην αμερικανική επιχειρηματική ιστορία, μια διακομματική συναίνεση επιμένει ότι κάθε προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοζυγισμένος και ότι οι παροχές πρέπει να μειωθούν. Χωρίς την ελπίδα περισσότερων δημόσιων επενδύσεων για την αποκατάσταση των στοιχειωδών κοινωνικών συνθηκών, είμαστε αναγκασμένοι αντιθέτως να αυξάνουμε τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις για τη φυσική μας ασφάλεια. Η ρητορική της αστικής μεταρρύθμισης παραμένει, αλλά η ουσία εξανεμίζεται. Η πρόταση «να ξαναχτίσουμε το Λος Άντζελες» σημαίνει απλώς να κουκουλώσουμε το πρόβλημα.
Όσο η ζωή στην πόλη γίνεται αγριότερη, τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα υιοθετούν στρατηγικές και τεχνολογίες ασφάλειας σύμφωνα με τα μέσα που διαθέτουν. […] Στο μέτρο που αυτά τα μέτρα ασφαλείας είναι αντιδράσεις προς τους κλυδωνισμούς της πόλης, μπορεί να μιλήσει κανείς για μια «τεκτονική των ταραχών», που μέσα από αλλεπάλληλα επεισόδια διαστρέφει και ανασχηματίζει τον αστικό χώρο. Μετά την εξέγερση στο Watts, για παράδειγμα, οι κορυφαίοι μεγαλοϊδιοκτήτες γης του Λος Άντζελες οργάνωσαν μια μυστικοπαθή «Επιτροπή των 25», για να αντιμετωπίσουν όσες απειλές των προσπαθειών ανασυγκρότησης θα έπεφταν στην αντίληψή τους. Μετά την προειδοποίηση από το LAPD [Los Angeles Police Department, η Αστυνομική Διεύθυνση του Λος Άντζελες] ότι επίκειται μια μαύρη «πλημμύρα» να ξεχειλίσει από το κέντρο της πόλης, η Επιτροπή εγκατέλειψε τις προσπάθειες αναζωογόνησης του γερασμένου χρηματοοικονομικού και εμπορικού τομέα. Αντιθέτως, έπεισε τη Δημαρχία να επιδοτήσει τη μεταστέγαση των τραπεζών και των κεντρικών γραφείων διαφόρων επιχειρήσεων σ’ έναν καινούργιο χρηματοοικονομικό τομέα στην κορυφή του Bunker Hill, μερικά τετράγωνα προς τα δυτικά. Ο δημοτικός φορέας ανασυγκρότησης, λειτουργώντας ουσιαστικά ως έμμισθο όργανο, κατέβαλε τις εγγυήσεις για τις απώλειες των επενδύσεων της Επιτροπής στην παλιά επιχειρηματική ζώνη, προσφέροντας εκπτώσεις πολύ κάτω από την εμπορική αξία των αστικών γηπέδων μέσα στον καινούργιο πυρήνα.
Κλειδί για την επιτυχία της στρατηγικής αυτής, που χαιρετίστηκε ως «αναγέννηση» του Downtown, ήταν ο φυσικός διαχωρισμός του νέου τομέα και των αξιών της γης σε αυτόν, πίσω από έναν προμαχώνα από βαθμιδωτές περιφράξεις, τσιμεντοκολώνες και τείχη από αυτοκινητοδρόμους. Οι παραδοσιακές πεζοδιαβάσεις μεταξύ του Bunker Hill και του παλιού οικονομικού πυρήνα της πόλης ξηλώθηκαν, και η κυκλοφορία των πεζών ανυψώθηκε πάνω από το επίπεδο του δρόμου, με τη μορφή εναέριων διαβάσεων, η πρόσβαση στις οποίες είναι ελεγχόμενη από τα συστήματα ασφαλείας κάθε ουρανοξύστη. Αυτή η ριζική ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου του Downtown –με τις δυσοίωνες φυλετικές της νύξεις– πραγματοποιήθηκε χωρίς σημαντικό δημόσιο αντίλογο.
Οι ταραχές του 1992 δικαίωσαν την προνοητικότητα των σχεδιαστών του Οχυρού Downtown. Ενώ ολόκληρη η παλιά επιχειρηματική ζώνη γινόταν γυαλιά-καρφιά, το Bunker Hill στάθηκε στο ύψος του ονόματός του. Με το πάτημα ενός κουμπιού στα χειριστήριά τους, τα προσωπικά ασφάλειας των ουρανοξυστών των μεγάλων τραπεζών ήταν σε θέση να αποκόψουν κάθε πρόσβαση προς τα πολύτιμα ακίνητά τους. Αλεξίσφαιρα ατσάλινα ρολά ξεδιπλώνονταν για να καλύψουν τις ισόγειες εισόδους, οι κυλιόμενες κλίμακες ακινητοποιούνταν ακαριαία και οι ηλεκτρονικές κλειδαριές σφράγιζαν τις πεζοδιαβάσεις. Όπως σημείωνε η Los Angeles Business Journal, η επιτυχία των αμυντικών μέτρων της επιχειρηματικής έδρας του Downtown που δοκιμάστηκαν σε πραγματικές ταραχές, τόνωσε τη ζήτηση για νεότερα και πιο εξελιγμένα μέτρα φυσικής ασφάλειας.
Μία από τις συνέπειες αυτής της ζήτησης ήταν ότι τα όρια μεταξύ αρχιτεκτονικής και επιβολής της δημόσιας τάξης έγιναν ακόμα πιο συγκεχυμένα. Το LAPD έγινε κεντρικός παράγοντας στη διαδικασία ανασχεδιασμού του Downtown. Κανένα μείζον πρόγραμμα δεν προχωρούσε πια χωρίς τη συμμετοχή του. Εκπρόσωποι της αστυνομίας άσκησαν με επιτυχία πιέσεις ενάντια στην πρόβλεψη δημόσιων αποχωρητηρίων («σκηνές εγκλημάτων», κατά τη γνώμη τους) και την ανοχή της παρουσίας πλανόδιων μικροπωλητών («τσιλιαδόροι για εμπόρους ναρκωτικών»). Οι ταραχές προσέφεραν, εξάλλου, στα αστυνομικά τμήματα των προαστίων το πρόσχημα να διευρύνουν τη συμμετοχή τους σε ζητήματα πολεοδομικά και χωροταξικά. Στο εύπορο Thousand Oaks, για παράδειγμα, ο σύνδεσμος του Σερίφη στην πολεοδομική επιτροπή έπεισε τον δήμο να θέσει εκτός νόμου τους παράδρομους ως «προτεραιότητα πρόληψης της εγκληματικότητας».
Η βιντεοσκόπηση των ανασυγκροτούμενων περιοχών του Downtown επεκτάθηκε, στο μεταξύ, στους χώρους στάθμευσης, τους ιδιωτικούς πεζόδρομους και τις πλατείες. Η σφαιρική αυτή επιτήρηση συνιστά ουσιαστικά ένα σαρωνόμενο τοπίο (scanscape) – έναν χώρο προστατευτικής ορατότητας, που καθορίζει όλο και περισσότερο πού αισθάνονται ασφαλείς στο Downtown οι εργαζόμενοι των γραφείων και οι τουρίστες μεσαίου εισοδήματος. […]
Αναπόφευκτα, η επιτήρηση κλειστού κυκλώματος αργά ή γρήγορα θα ενσωματωθεί σε οικιακά συστήματα ασφαλείας, για να προκύψει μια φαινομενικά αδιάσπαστη συνέχεια επιτήρησης ολόκληρης της καθημερινής ρουτίνας. Πράγματι, το πολυτελές λάιφ στάιλ σύντομα θα καθορίζεται από την ικανότητα να συντηρούνται «ηλεκτρονικοί φύλακες άγγελοι» που θα προσέχουν τον ιδιοκτήτη και σημαντικά άλλα πρόσωπα στην προσωπική τους ζωή. Ένας ειδικός σε θέματα ασφαλείας στο Beverly Hills, που εμπορεύεται κρυφά συστήματα βιντεοσκόπησης που επιτρέπουν σε εύπορους εργαζόμενους γονείς να επιτηρούν τις χαμηλά αμειβόμενες νταντάδες και υπηρέτριες, συνέκρινε την έκρηξη των πωλήσεων που ακολούθησε τη δίκη της Louise Woodward το 1997 (της βρετανίδας νταντάς που κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε ένα νήπιο στη περιοχή της Βοστώνης), με το σπρωξίδι της μεσαίας τάξης στα τοπικά καταστήματα όπλων μετά τις ταραχές του 1992. Τα επιστημονικά και τεχνολογικά περιοδικά, από τη μεριά τους, καλωσόρισαν πρόσφατα την έλευση της «ψηφιακής υπερ-επιτήρησης», που βασίζεται σε γκάτζετ όπως ραντάρ τσέπης, βιντεοκάμερες με μήκος κύματος χιλιοστών, συσκευές υπερύθρων αυτόματου εντοπισμού, κλειδιά φωνής, συσκευές διακτυλοσκόπησης καθώς και θερμικής απεικόνισης προσώπου. Ο «Γενναίος Νέος Κόσμος», σύμφωνα με το New Scientist, τώρα είναι και πάλι επίκαιρος:
Πρόκειται για έναν κόσμο όπου δε θα μπορεί κανείς πουθενά να κρυφτεί ούτε και να κρύψει κάτι. Αναπτύσσονται ήδη συσκευές που θα βλέπουν μέσα από τοίχους και θα κάνουν σωματικό έλεγχο σε υπόπτους εξ αποστάσεως, διαπερνώντας τα ρούχα τους, μέχρι και μέσα στα σώματά τους. Τα άτομα θα ταυτοποιούνται από τη χαρακτηριστική τους οσμή και θα εντοπίζονται ή θα «αναγνωρίζονται» ηλεκτρονικά, ακόμη και προτού να προλάβουν να φέρουν σε πέρας μια εγκληματική πράξη. Και χάρη σε φτηνές ψηφιακές κάμερες και πανίσχυρους καινούργιους αλγορίθμους αναζήτησης, τα άτομα θα εντοπίζονται από υπολογιστές. Δεν θα υπάρχει ανωνυμία ακόμη και μέσα στο άλλοτε καταδεκτικό πλήθος. [«Technopsy: Nowhere to Hide», New Scientist, 4 Νοεμβρίου 1995, σ. 4.]
Μια πρώτης τάξεως πλατφόρμα για την καινούργια αυτή τεχνολογία επιτήρησης έμελλε να είναι ένας αναχρονισμός του 19ου αιώνα: ο ουρανοξύστης. Τα ψηλά κτήρια γίνονται όλο και πιο «ευαίσθητα» και εφοδιάζονται με θανατηφόρα ισχύ πυρός. Ο ουρανοξύστης με τον κεντρικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο στην κινηματογραφική ταινία Die Hard I (ουσιαστικά, ο Πύργος Fox-Pereira του F. Scott Johnson στην Century City) προοιωνίζει μια καινούργια γενιά αρχιτεκτονικών αντιηρώων, καθώς τα έξυπνα κτήρια είτε μάχονται το κακό είτε γίνονται πιόνια του. Το αισθητηριακό σύστημα πολλών από τους νεόκτιστους πύργους γραφείων στο Λος Άντζελες ήδη διαθέτει πανοπτική θέαση, όσφρηση, ευαισθησία στη θερμότητα, την υγρασία και την κίνηση και, σε μερικές περιπτώσεις, την ακοή. Ορισμένοι αρχιτέκτονες σήμερα προβλέπουν ότι μια μέρα οι υπολογιστές τεχνητής νοημοσύνης ενός κτηρίου θα μπορούν αυτόματα να ανιχνεύουν και να ελέγχουν το σύνολο του ανθρώπινου πληθυσμού του, ίσως ακόμη και να ανταποκρίνονται στις συναισθηματικές διακυμάνσεις του, ιδίως τον φόβο ή τον πανικό. Χωρίς αυτό να καθιστά περιττό το προσωπικό ασφαλείας, το ίδιο το κτήριο θα είναι ικανό να χειρίζεται μόνο του τις κρίσεις, μικρές (π.χ. να διατάσσει στους περαστικούς να εξέλθουν από το κτήριο ή να τους απαγορεύει να χρησιμοποιούν τα αποχωρητήρια) αλλά και μεγαλύτερες (π.χ. να παγιδεύει τους διαρρήκτες μέσα σε κάποιον ανελκυστήρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο του Mike Davis Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος – Η οικολογία του φόβου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις futura σε μετάφραση Νίκου Ηλιάδη. [ISBN 978-960-6654-53-4 / 280 σελ. / 18,80 ευρώ]
Ο Mike Davis (γεν. 1946) είναι αμερικανός κοινωνικός σχολιαστής, θεωρητικός του άστεως, ιστορικός, και πολιτικός ακτιβιστής. Είναι περισσότερο γνωστός για τις έρευνες του για τις κοινωνικές τάξεις στη γενέτειρά του τη Νότια Καλιφόρνια. Ο Davis εργάστηκε ως τεμαχιστής κρέατος, οδηγός φορτηγού, και έδρασε ως ακτιβιστής στις γραμμές του Φοιτητικού κινήματος για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS). Σπούδασε στο Reed College στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα πραγματικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν πήρε τα πτυχία ΒΑ και ΜΑ. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το Διδακτορικό του στην Ιστορία που είχε ξεκινήσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Το 1998 έλαβε το MacArthur Fellowship Award, και υπήρξε υπότροφος στο Ινστιτούτο Getty. Το 2007 κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας Lannan στην κατηγορία των μη λογοτεχνικών βιβλίων. Τώρα είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Irvine, καθώς και συνεκδότης της επιθεώρησης New Left Review. Αρθρογραφεί επίσης στη βρετανική μηνιαία Σοσιαλιστική Επιθεώρηση, το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας. Ως δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, ο Ντέιβις μεταξύ άλλων, αρθρογραφεί συχνά για το αμερικανικό περιοδικό The Nation καθώς και για το βρετανικό περιοδικό New Statesmen. Αυτοπροσδιορίζεται ως διεθνής σοσιαλιστής και μαρξιστής-περιβαλλοντολόγος. Τα σημαντικότερα βιβλία του είναι τα ακόλουθα: Beyond Blade Runner: Urban Control The Ecology of Fear (1992)· Prisoners of the American Dream: Politics and Economy in the History of the U.S. Working Class (1986, 1999)· City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles (1990, 2006)· Ecology of Fear: Los Angeles and the Imagination of Disaster (2000)· Magical Urbanism: Latinos Reinvent the US City (2000)· Dead Cities, And Other Tales (2003)· Planet of Slums (2006)· Buda’s Wagon: A Brief History of the Car Bomb (2007)· In Praise of Barbarians: Essays against Empire (2007)· Evil Paradises: Dreamworlds of Neoliberalism, συνεπιμέλεια με τον Daniel Bertrand Monk (2007).