της Ελένης Γιαννάκη
Όψεις επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου
Τα γεγονότα που σημάδεψαν το Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα αλλά και -σε μικρότερη έκταση αλλά όχι σημασία- σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις, φέρουν κατά την άποψή μας σαφή χαρακτηριστικά εξέγερσης. Σε συνθήκες εξέγερσης, που χαρακτηρίζονται από τη ρηξιγενή ετεροτοπία του συμβάντος(1) επαναπροσδιορίζονται μεταξύ άλλων και οι κανόνες που καθορίζουν τις σχέσεις εξουσίας σε χωρικό επίπεδο, τα όρια μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου καθώς και τις “επιτρεπτές”, αποδεκτές κοινωνικές δράσεις στους δημόσιους χώρους.
Οι σχέσεις εξουσίας, η κρατική πολιτική και η κρατική καταστολή εκφράζονται με σαφήνεια στο δημόσιο χώρο μέσα από τα προσδιορισμένα όρια και τη διαμόρφωσή του καθώς και μέσα από τους κανόνες αποδεκτής λειτουργίας του, οι οποίοι, άρρητοι και αόριστοι σε καιρούς αδράνειας-“κανονικότητας”, συγκεκριμενοποιούνται και επιβάλλονται με αυστηρότητα στις “εξαιρετικές” συνθήκες έντασης των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μόνοι δημόσιοι χώροι στους οποίους (ακόμα) επιτρέπονται εκτός κατεστημένου έκφραση και δράσεις είναι οι σαφώς προσδιορισμένοι ως χώροι ασύλου. Η ανάγκη ύπαρξης χώρων ασύλου για την ελεύθερη έκφραση και την πολιτική δράση κάθε ιδεολογικής ομάδας, οσοδήποτε “ακραίας”, σε μια αστική δημοκρατία είναι ταυτόσημη με την ομολογία ότι στους υπόλοιπους δημόσιους χώρους αυτή η έκφραση και δράση δεν επιτρέπεται, τουλάχιστον όχι άνευ όρων. Γιατί οι “ακραίες” πολιτικές ιδέες βρίσκουν ως μόνο φυσικό χώρο τους το άσυλο; Αφενός γιατί εκτός ασύλου καταδικάζονται και διώκονται, αφετέρου γιατί θεωρούνται “μη υγιείς ψυχικά” και έχουν θέση μόνο σε “άσυλο”.
Η ανυπόστατη χάραξη των ορίων μεταξύ αποδεκτής δράσης και μη σε ένα δημόσιο χώρο γίνεται αντιληπτή μέσα από τη μετατόπισή της μόνο σε συνθήκες συμβάντος, όπως η εξέγερση του Δεκεμβρίου. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη μέσα στο γενικότερο κλίμα ανατροπής πολλών κανόνων, εμφανίστηκε δειλά στην αρχή και συνειδητοποιημένα στη συνέχεια το φαινόμενο της επανοικειοποίησης των δημόσιων χώρων, χώρων που προηγούμενα ήταν στείροι, αμήχανοι, απροσδιόριστοι και ανοίκειοι μη τόποι. Οι καθημερινές μαζικές πορείες που συγκέντρωναν χιλιάδες κόσμου στους συνήθως θορυβώδεις και πάντα αυτοκινητοκρατούμενους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, έδωσαν μια άλλη δυνατότητα κίνησης μέσα στην πόλη και ποιότητα “βίωσης” του αστικού ιστού. Σε ένα μητροπολιτικό κέντρο όπου οι κινήσεις εκδιπλώνονται με την ωμή βία μιας αναμέτρησης για την προτεραιότητα, για πρώτη φορά οι πεζοί είχαν σε κάθε περίπτωση προτεραιότητα έναντι των οχημάτων. Υπήρχε η δυνατότητα (και η τάση) να περπατά κανείς στο κέντρο της πόλης, με ένα περπάτημα διαφορετικό από το καθημερινό αγχωτικό και στριμωγμένο, σε μια συνεχή βόλτα προσαρμοσμένη στους ιδιαίτερους ρυθμούς του καθενός.
Ίσως ένα ουσιαστικό σύνθημα που θα εξέφραζε το συναίσθημα των ημερών και θα αποτελούσε ταυτόχρονα απάντηση στη φασίζουσα μικροαστική προτροπή που ήθελε τις πορείες διαμαρτυρίας να μην ενοχλούν την “κανονική” ζωή της πόλης θα ήταν: ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ. Δεν είναι τυχαίο ότι η αυθόρμητη τάση να περπατά κανείς στη μέση του δρόμου αγνοώντας τα τροχοφόρα, παρέμεινε για πολλές μέρες μετά το τέλος των διαδηλώσεων και ίσχυε καθʼ όλη τη διάρκεια του Δεκέμβρη ανεξαρτήτως αν υπήρχε πορεία διαμαρτυρίας ή όχι σε εξέλιξη. Σε συνθήκες εξέγερσης, η κατάληψη των δρόμων ήταν μια αυτονόητη πράξη αντίστασης στην εξουσία, με την έννοια ότι στις συνθήκες αυτές και το αυτοκίνητο ήταν, μεταξύ άλλων, ένα σύμβολο καταπίεσης, δεδομένου ότι με τους σημερινούς κανόνες life style ο μη έχων αυτοκίνητο θεωρείται περίπου παρίας.
Μετά από μια μεγάλη πορεία προς το Σύνταγμα και με την οσμή των δακρυγόνων ακόμα αισθητή, μια ομάδα νεαρών παιδιών έπαιζε ποδόσφαιρο στη μέση της Πανεπιστημίου, μπροστά στα Προπύλαια αλλά εκτός ασύλου, και ήταν μια από τις πιο αισιόδοξες εικόνες όλου του Δεκέμβρη. Σε μια πορεία μουσικών, η Πανεπιστημίου μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο πάλκο όπου διαδηλωτές και περαστικοί έπαιζαν μουσική, χόρευαν και τραγουδούσαν σε πείσμα των βιαστικών και αγανακτισμένων “αυτοκινητάκηδων” και των αγριεμένων οργάνων καταστολής. Χιλιάδες κόσμου φώναξε, τραγούδησε, διαμαρτυρήθηκε, έστησε αντίσκηνα, άναψε κεριά, κοιμήθηκε στη λεωφόρο Αμαλίας και στο προαύλιο της Βουλής. Νέα παιδιά έβγαλαν τα ρούχα τους στα σκαλιά της ΓΑΔΑ. H Ακαδημίας έκλεινε συστηματικά από τους εξεγερμένους καταληψίες της Λυρικής Σκηνής που έπαιζαν μουσική, χόρευαν και τραγουδούσαν στη μέση του δρόμου.
Πιο πολύ παρά ποτέ, κάθε τοίχος έγινε χώρος έκφρασης, κάθε δημόσια εκδήλωση έγινε βήμα διαμαρτυρίας και οι αυθόρμητες πρωτοβουλίες παρέμβασης στο δημόσιο χώρο ήταν πια αυτονόητες. Πιο πολύ από ποτέ νιώσαμε ελεύθεροι να καταθέσουμε την άποψή μας στους δημόσιους χώρους με τρόπους δημιουργικούς, συμβολικούς, δυναμικούς, ουσιαστικούς και μέσα από αυτό οι δημόσιοι χώροι έπαψαν να είναι στημένοι και απρόσωποι, απέκτησαν ζωή και παλμό και ήρθαν πιο κοντά στην αρχική ιδέα και χρήση για την οποία υποτίθεται ιστορικά ότι υπάρχουν. Καμιά πλατεία, κανένας δρόμος, κανένα προαύλιο δημοσίου κτιρίου δεν είναι πια αφόρτιστα και εκτός πρόσβασης, γιατί καθένα από αυτά αποτέλεσε σε μια δεδομένη στιγμή θέατρο δράσης κι αυτό είναι απείρως πιο γοητευτικό από το “θέατρο” που συνήθως παίζεται στους δημόσιους χώρους: αδιαφορία, ησυχία, τάξη και ασφάλεια˙ όλα βαίνουν καλώς.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άνθρωποι που διατηρούσαν μια χαλαρή και εξ αποστάσεως σχέση με το κέντρο της πόλης ανακάλυψαν, ίσως για πρώτη φορά, τους πραγματικούς δημόσιους χώρους που πριν δεν τους αφορούσαν, γιατί ήταν τόποι μεταβατικοί, μέσα για τη μετάβαση κάπου αλλού, ουσιαστικά μη τόποι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περισσότερες πλατείες που διαμορφώνονται σε μια λογική αχανούς μνημειακού κενού, απόλυτα εχθρικού προς τον πεζό και τον κάτοικο της πόλης, (με εξαίρεση ίσως τις κοινωνικές ομάδες όπως οι άστεγοι, οι μετανάστες, οι ναρκομανείς για τους οποίους ως το απόλυτο “ξένο” και ‘άλλο” όλη η πόλη αποτελεί μη τόπο, οπότε το μόνο τους καταφύγιο είναι αυτοί οι μέχρι πρότινος μη τόποι της “κανονικότητας”).
Οι μόνοι για τους οποίους οι παραπάνω κανόνες δεν ισχύουν, οι μόνοι που έχουν απεριόριστο δικαίωμα στους περιχαρακωμένους δημόσιους χώρους είναι οι εκφραστές και φύλακες της εξουσίας: πολιτικοί και μπάτσοι (το μαγαζί είναι δικό μου). Για όλους τους υπόλοιπους ισχύει η φράση: “τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;” Η μόνη αποδεκτή δράση σʼ αυτούς τους μη τόπους της απροσδιοριστίας είναι η με τη διασταλτική ερμηνεία “δουλειά”. Μπροστά απʼ τη Βουλή ή θα χαζεύεις ως τουρίστας τους εύζωνες ή θα αλλάζεις τα πλακάκια ως συνεργείο του Δήμου ή πήγαινε κάπου αλλού να σταθείς. Με αυτήν την έννοια, η επανοικειοποίση των δημόσιων χώρων που έγινε με αφορμή την εξέγερση και διαταράσσει τη μέχρι τότε “κανονικότητα” είναι από μόνη της μια ισχυρή πράξη αντίδρασης και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο γίνεται αυθόρμητα, ανοργάνωτα, σχεδόν υπό συνθήκες «μπάχαλου» και όχι απαραίτητα υπό τη σκέπη και την κάλυψη κάποιας αποδεκτής και πολιτικά “ταξινομημένης” ομάδας ή πρωτοβουλίας, με συγκεκριμένο και δεδηλωμένο στόχο και ωράριο.
Το συμβάν της εξέγερσης του Δεκέμβρη προκάλεσε μια ανατροπή της κατεστημένης σχέσης ιδιωτικού – δημοσίου υποσκάπτοντας τα πολιτικά θεμέλια της χωρικής οργάνωσης της πόλης. Όταν τα όργανα της τάξης εισβάλλουν με τσαμπουκά στους ιδιωτικούς χώρους και τα στέκια μας, εμείς θα εισβάλλουμε στο δημόσιο χώρο και θα αλλάξουμε τους όρους και τους κανόνες της χρήσης του.
Ε.Γ., αρχιτέκτων
——————–
(1) Για μια ερμηνεία του συμβάντος βλ. σχ. Alain Badiou, “Η πολιτική και η λογική του συμβάντος”, Πατάκης / Αλήthεια, 2008.
φωτογραφίες: Κατερίνα Νασιώκα / πάνω: Νυχτερινή πορεία στην μηχανή του τρένου / κάτω: graffiti από δρόμο της Θεσσαλονίκης