Σε μια προσπάθεια κατανόησης της πραγματικότητας θα παραθέσουμε δύο κατατοπιστικά αποσπάσματα μιας ανάλυσης του Μάικλ Χάινριχ, μαθηματικού και πολιτικού επιστήμονα του γερμανικού περιοδικού “Για μια κριτική κοινωνική επιστήμη”:
…”Αυτή η κρίση αξίζει μια λεπτομερή ματιά. Ξεκίνησε με μια πράξη υπεραυξημένων συναλλαγών, που ολοκληρώθηκαν με ένα σπάσιμο της κερδοσκοπικής φούσκας. Από την εποχή της “μανίας της ολλανδικής τουλίπας”, στις αρχές του 17ου αιώνα, τέτοιες κρίσεις κερδοσκοπίας έχουν ακολουθήσει πάντα την ίδια διαδρομή: η προσδοκώμενη αξία ενός συγκεκριμένου προϊόντος (είτε πρόκειται για μετοχές, είτε για σπίτια, είτε για βολβούς τουλίπας) αυξάνει συνεχώς, τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τη ζήτηση γι’ αυτό, επειδή όλοι θέλουν να συμμετέχουν στη δήθεν ασταμάτητη αύξηση της αξίας. Ο κόσμος χρησιμοποιεί ίδια κεφάλαια και τελικά παίρνει και δάνεια, ώστε να αποκτήσει το αντικείμενο της κερδοσκοπίας. Οι τιμές ανεβαίνουν ακόμη πιο ψηλά, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης, και οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης. Αλλά, κάποια στιγμή, η αυξητική τάση εξαντλείται. Γίνεται πιο δύσκολο να βρεθούν νέοι αγοραστές και οι αρχικοί επενδυτές θέλουν να πουλήσουν, ώστε να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους. Η τιμή του αντικείμενου της κερδοσκοπίας πέφτει. Τώρα όλοι θέλουν να εξέλθουν από την αγορά προκειμένου να αποφύγουν ζημιές, πράγμα που οδηγεί όμως σε μεγαλύτερη πτώση της τιμής του αντικειμένου της κερδοσκοπίας. Πολλοί που μπήκαν αργά στο κερδοσκοπικό παιχνίδι και αγόρασαν σε υψηλές τιμές τώρα υπόκεινται μεγάλες ζημιές. Από τη στιγμή που αυτές οι ζημιές συνδυάζονται με μια γενική υποχώρηση της ζήτησης, αυτή η κερδοσκοπική κρίση μπορεί να επηρεάσει το σύνολο της οικονομίας. Κανονικά, η πορεία τέτοιων κερδοσκοπικών κρίσεων είναι σήμερα γνωστή ακόμα και σε αυτούς που συμμετέχουν σε αυτές. Αλλά δεν τους είναι ποτέ ξεκάθαρο το ακριβώς σε ποια φάση της κερδοσκοπίας εισέρχονται ή βρίσκονται: περίπου στην αρχή, όπου οι ευκαιρίες για πραγματοποίηση κερδών είναι ακόμα καλές, ή πιο κοντά στο τέλος, λίγο πριν σκάσει η φούσκα; Όλοι ελπίζουν να βρεθούν ανάμεσα στους νικητές, ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι η κατάρρευση έρχεται…
…. Η παρούσα κρίση είναι αξιοσημείωτη εξαιτίας του ρόλου που οι τράπεζες έχουν παίξει σε αυτή. Στις χρηματιστηριακές κρίσεις, οι χαμένοι είναι συνήθως οι πολλοί μικροεπενδυτές που τοποθετούν τις οικονομίες τους σε μετοχές και βρίσκονται να κρατάνε απαξιωμένα χαρτιά μετά από κάποια κρίση, ή βρίσκονται ακόμα και χρεωμένοι επειδή χρηματοδότησαν τις χρηματιστηριακές τους αγορές μέσω δανεισμού. Στην περίπτωση της κρίσης των ακινήτων στην αμερικάνικη αγορά, αυτοί που υπέφεραν είναι οι τράπεζες και τα κερδοσκοπικά hedge funds, που αγόρασαν τα χρέη για ακίνητη περιουσία (ή τίτλους, καλυπτόμενους από τα χρέη) από τις τράπεζες έκδοσης των δανείων. Πολλοί ιδιοκτήτες σπιτιών, ανίκανοι να πληρώσουν, έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, τις οποίες είχαν επενδύσει στην αγορά της κατοικίας τους, σαν αποτέλεσμα των κατασχέσεων. Αλλά τουλάχιστον ο εύκολος δανεισμός που προσφέρθηκε από τις τράπεζες επέτρεψε ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης για κάποια χρόνια. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για μικρούς αποταμιευτές που έβαζαν το μηδαμινό τους κεφάλαιο σε εξαφανιζόμενες σε μια νύχτα μετοχές, αλλά κυρίως για τράπεζες που χρηματοδοτούσαν την αγορά υπερτιμημένων ακινήτων και τις καταναλωτικές δαπάνες των ιδιοκτητών κατοικίας.
Η έκταση των ζημιών που καθεμία από τις τράπεζες έπρεπε να απορροφήσει (όχι μόνο οι αμερικάνικες τράπεζες, αλλά επίσης, για παράδειγμα, ιδιωτικές και δημόσιες γερμανικές τράπεζες, που πήραν μέρος σε απατηλά ασφαλείς κερδοσκοπικές συναλλαγές) δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει. Όχι μόνο γιατί οι τράπεζες είναι απρόθυμες να δημοσιοποιήσουν την έκταση των ζημιών τους, αλλά επίσης επειδή, όπως συμβαίνει συχνά, δεν είναι οι ίδιες σε θέση να γνωρίζουν την ακριβή πλήρη έκταση. Όταν εμπλέκονταν στην αγορά τίτλων που καλύπτονταν από δάνεια ακινήτων, οι τράπεζες εμπιστεύτηκαν τυφλά την κρίση των αποκαλούμενων “γραφείων διαβάθμισης”. Αλλά η υψηλότερη ποιότητα “ΑΑΑ” διαβαθμίσεων πληρωνόταν από τις ίδιες τις τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους, γεγονός που δεν ήταν οπωσδήποτε βοηθητικό αναφορικά με την αντικειμενικότητα των διαβαθμίσεων. Από τη στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς ποια τράπεζα είναι αγκιστρωμένη σε πόσα σάπια δάνεια ή ακόμα κι αν αντιμετωπίζει χρεοκοπία, η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις τράπεζες έχει μεγαλώσει τόσο ώστε τον τελευταίο χρόνο έχει σχεδόν παραλύσει τις διατραπεζικές συναλλαγές. Στις διατραπεζικές συναλλαγές, οι τράπεζες χορηγούν η μία στην άλλη μικρής διάρκειας δάνεια, χωρίς τυπικότητες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι δουλειές εξελίσσονται ομαλά. Αλλά, αν κάποια τράπεζα πρέπει να συνυπολογίσει ότι κάποια άλλη μπορεί να χρεοκοπήσει αύριο, ο συνηθισμένος “εν νυκτί” δανεισμός γίνεται επίσης ριψοκίνδυνος. Μεγαλύτερα προβλήματα έχουν αποφευχθεί μέχρι τώρα μόνο επειδή οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με μια γρήγορη επέκταση της δανειοδότησής τους”…
Δεν χρειάζεται τώρα να παραθέσουμε αποσπάσματα σε σχέση με το ποιοί πληρώνουν κάθε φορά την κρίση καθώς αυτό μεταξύ μας αποτελεί κοινό προλεταριακό βίωμα. Κάθε προσπάθεια, ωστόσο, να κατανοήσουμε την καπιταλιστική πραγματικότητα μας προσφέρει και μια ακόμη ευκαιρία να ρηγματώνουμε τις αντιφάσεις της. Να είμαστε πιο εύστοχοι στις δράσεις και τις προοπτικές μας.