Ο αγώνας των φυλακισμένων έκλεισε τον κύκλο του προς το παρόν. Ήταν ο μεγαλύτερος αγώνας από καταβολής των ελληνικών φυλακών και χαρακτηρίστηκε από την μεγαλύτερη απεργία πείνας στον κόσμο στις μέρες μας με τη συμμετοχή 7.000 ανθρώπων. Δεν χρειάζεται να σταθούμε στο αυτονόητο γεγονός της παντελούς αποσιώπησης της ποιότητας και των χαρακτηριστικών αυτού του αγώνα από τα ΜΜΕ, γεγονός που δημιούργησε ένα τείχος σιωπής γύρω από τα διαδραματιζόμενα. Η ταχύτητα με την οποία απάντησε το κράτος στις διεκδικήσεις των κρατουμένων ήταν μνημειώδης. Από τις πρώτες μέρες της αποχής συσσιτίου, σε όλες σχεδόν τις φυλακές, συγκροτήθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης η οποία μελέτησε άμεσα τα αιτήματα. Από τη μια ο πιεστικός αγώνας των φυλακισμένων και των αλληλέγγυων και από την άλλη ένας απαιτούμενος ευρωπαϊκός εξορθολογισμός του συστήματος σωφρονισμού οδήγησαν το καθεστώς σε κάποιες μεταρρυθμίσεις. Καθώς ο αριθμός των φυλακισμένων απεργών πείνας σε όλες τις φυλακές της επικράτειας γιγαντωνόταν, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε τα νέα σωφρονιστικά μέτρα. Από τη μεριά της η “πανελλαδική επιτροπή κρατουμένων” που αποτελείται από 5 εγκλείστους δήλωσε τα εξής χαρακτηριστικά:
…“το νομοσχέδιο που προτείνεται δεν μας καλύπτει, δεν λύνει τα βασικά μας προβλήματα. Θεωρούμε τις ρυθμίσεις σαν ένα πρώτο βήμα, αποτέλεσμα του αγώνα μας και της αλληλεγγύης της κοινωνίας”… “το νομοσχέδιο που καταθέτει στη Βουλή το υπουργείο Δικαιοσύνης αφορά λίγα από τα αιτήματά μας. Ο υπουργός οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για την άμεση αποφυλάκιση του αριθμού των κρατουμένων που εξαγγέλλει και παράλληλα να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα που θα αφορούν το σύνολο των αιτημάτων μας”… …”με τον αγώνα μας διεκδικήσαμε πάνω απ’ όλα την αξιοπρέπειά μας. και αυτή την αξιοπρέπεια δεν την χαρίζουμε σε κανέναν υπουργό και σε κανένα δεσμοφύλακα”…
Οι αναρχικοί σύντροφοι που βρίσκονται έγκλειστοι συμμετείχαν από την αρχή στον αγώνα με μια κριτική απόσταση από τα αιτήματα μια και το ζήτημα των φυλακών τίθεται αξιακά στη βάση του οριστικού και τελεσίδικου ξεθεμελιώματος τους. . .
Ενώ λοιπόν για την πλειονότητα της όποιας ενήμερης μικροαστικής μάζας το διακύβευμα ήταν αν θα πρέπει να “γίνουν οι φυλακές ξενοδοχεία για τους εγκληματίες”, για τους φυλακισμένους αυτός ο αγώνας ήταν ένας αγώνας αξιοπρέπειας. Κι ενώ οι πρώτοι εξαργυρώνουν καθημερινά την αξιοπρέπειά τους για μιαν ανάπηρη ελευθερία, οι δεύτεροι
διεκδικούν με αξιοπρέπεια την στερημένη τους ελευθερία.
Ας παραθέσουμε ένα βιογραφικό απόσπασμα ενός αριστερού δικηγόρου και βουλευτή της ΕΔΑ, και γι’ αυτό το λόγο χαρακτηριστικό της αξιακής κι όχι ιδεολογικής βάσης στη συγκρότηση ενός Λόγου για τις φυλακές:
“Μπαίνεις στη φυλακή και με τη φρίκη της λυτρώνεσαι από την άλλη φρίκη της ζωής απόξω. Η φυλακή μοιάζει με παραλογισμό που πρέπει να τον χωνέψει η λογική σου. Κι η ζωή μας στην κοινωνία είναι παράλογη κι ωστόσο ο άνθρωπος τη χωνεύει. Διαβάζω τώρα τις σημειώσεις μου κι αναπολώ νοσταλγικά τις μέρες εκείνες -τότε που ακόμα πίστευα πως θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς φυλακές. Τώρα κλονίστηκε η πίστη μου στο όνειρο τούτο μα δεν το αφήνω.
Είναι μονάχα ένα δίλημμα εφιαλτικό που βασανίζει ώρες ώρες το νου μου: ποιο είναι από τα δυο προτιμότερο να υπάρξει, η κοινωνία ή η φυλακή; Το δικαστήριο κι η φυλακή είναι δυο βασικές αμφιβολίες για την αξία της κοινωνικής ζωής καθαφτής. και μην πεις πως πιστεύω πως δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι στην κοινωνία. Είναι μονάχα που ξέρω πως αυτοί που τους φυλακίζουν, από αυτή τούτη την ασχολία τους, χάσαν την ανθρωπιά τους. Την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τη θίγει περισσότερο η ύπαρξη της φυλακής παρά του εγκληματία.”
Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, 1974